- ηλιοσκόπιος
- -ο (Α ἡλιοσκόπιος, -ον) [ηλιοσκόπος]αυτός που βλέπει προς τον ήλιονεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιοόργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση τού ήλιου για την ελάττωση τής έντασης τού φωτός τουαρχ.φρ. «ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος» — είδος φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.